- μυρσινέλαιον
- μυρσῐν-έλαιον, τό,A myrtle oil, Dsc.1.39 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυρσινελαίου — μυρσινέλαιον myrtle oil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρσινελαίῳ — μυρσινέλαιον myrtle oil neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek
μυρσινέλαιο — το (Α μυρσινέλαιον) λάδι το οποίο εξάγεται από τα φύλλα τής μυρσίνης, μυρτέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη + ἔλαιον] … Dictionary of Greek